- ἴλυμα
- ἴλῡμα [ῑ], ατος, τό,A sediment deposited in water, Gal.13.45 (sed leg. λύματα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίλυμα — ἴλυμα, τὸ (Α) καθίζημα, κατακάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. ἰλύς και λύμα] … Dictionary of Greek
ἰλύματα — ἴλυμα sediment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ … Dictionary of Greek